-
1 μυρμήγκι
[мирминги] ουσ. ο. муравей.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μυρμήγκι
-
2 муравей
-
3 муравей
зоол. το μυρμήγκι, ο μύρ-μηγκαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муравей
-
4 замутить
замути́||тьсов см. мутить 1 ◊ он и воды не \замутитьт δέν πειράζει ὁὔτε μυρμήγκι. -
5 муравей
муравейм τό μυρμήγκι, ὁ μύρμηγκας, ὁ μύρμηξ, τό μερμήγκι. -
6 муха
му́х||аж ἡ μύγα, ἡ μυϊα· ◊ делать из \мухан слона κάνω τή[ν] τρίχα τριχιά, τά παραφουσκώνω· какая \муха его укусила разг κάποια μύγα τόν τσίμπησε· он и \мухаи не обидит δέν πειράζει ὁβτε μυρμήγκι· быть под \мухаой разг, шутл. τά ἔχω κοπανίσει, εἶμαι πιωμένος· \мухаи мрут (от скуки) ὡς κἰοί μῦγες πεθαίνουν ἀπό πλήξη. -
7 муравей
[μουραβιέϊ] ουα. α. μυρμήγκι -
8 муравей
[μουραβιέϊ] ουα. α μυρμήγκι -
9 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
10 замутить
-учу, -утишьρ.σ.μ.1. θολώνω•замутить воду θολώνω το νερό.
2. μτφ. συγχύζω, ταράσσω, ανησυχώ.3. αρχίζω να θολώνω.εκφρ.он и воды не -ит – αυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (είναι τελείως άκακος).1. θολώνω•вода -лась το νερό θόλωσε.
|| θαμπώνω, γίνομαι θαμπός.2. παλ. στασιάζω.3. αρχίζω να θολώνω, να γίνομαι θολός.εκφρ.в глазах -лось – θόλωσαν (θάμπωσαν) τα μάτια. -
11 муравей
-вья α. μυρμήγκι. -
12 мураш
-а α. (απλ.) μυρμήγκι. -
13 муха
-и θ.μΰγα•комнатная муха οικιακή μύγα.
εκφρ.кзлые -и – χιονονιφάδες•до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•-и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•- и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•-у раздавить (ή задавить, зашибить) – απλ. κρασοπίνω•считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό. -
14 термит
См. также в других словарях:
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — το μικροσκοπικό υμενόπτερο έντομο, το μερμήγκι, ο μέρμηγκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
μυρμήκειος — μυρμήκειος, ον (Α) 1. όμοιος με μυρμήγκι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμήκειον είδος αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. ειος (πρβλ. λύκ ειος)] … Dictionary of Greek
μυρμηγκόνα — μυρμηγκόνα, ἡ (Μ) είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. όνα (πρβλ. κασ όνα)] … Dictionary of Greek
μυρμηκοειδής — μυρμηκοειδής, ές (ΑΜ) αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος + ειδής*] … Dictionary of Greek
μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… … Dictionary of Greek
μύρμηγκας — και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας) μυρμήγκι νεοελλ. μεγάλο μυρμήγκι μσν. στον πληθ. oἱ μύρμηγκες η ελμινθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
φορμικίδες — οι, Ν ζωολ. επιστημονική ονομασία τής οικογένειας υμενόπτερων εντόμων στην οποία ανήκουν πολλά είδη που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. formicidae < λατ. formica «μυρμήγκι»] … Dictionary of Greek
φόρμικα — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «μύρμηκα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. formica «μυρμήγκι»]. (II) η, Ν ζωολ. επιστημονική ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων, τυπικού τής οικογένειας φορμικίδες, στο οποίο ανήκουν διάφορα είδη μυρμηγκιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ.… … Dictionary of Greek
Chios — Χίος Satellite image of Chios Location … Wikipedia